Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

κάνδαυλος με φόντο διαφήμιση της benetton.


Παίζω με το αριστερό μου χέρι την άκρη του φουστανιού μου καθιστή ενώ με το δεξί κάνω αέρα στον εαυτό μου με την ξύλινη εκ Πακιστάν βεντάλια μου. Ο αέρας είναι ζεστός , παχύς και ενοχλητικά φλύαρος διότι μέσα του πλανάται ένα και μοναδικό κουβεντολόι που θέλοντας και μη , ο αέρας το κουβαλά και το φέρνει στα αυτιά μου χωρίς να το θέλω. Ακούω προορισμούς και μου ανακατεύεται το κεφάλι. Δεν είναι ζήλια. Είναι η ναυτία του Σαρτρ, είναι η ζαλάδα που νιώθει κανείς μετά από την μέθη ενός λεκτικά πλούσιου καβγά. Δεν ξέρω πώς να το ονομάσω. Πάντως με απωθεί και με εκνευρίζει.
Είχαν εμφανώς αργήσει. Το πρώτο πράγμα που μου ερχόταν στο μυαλό ήταν να πήγαινα στο πλησιέστερο περίπτερο των Εξαρχείων και να άρπαζα ότι παγωμένο μπουκάλι έβρισκα μπροστά μου στο ψυγείο. Παρόλα αυτά αποφάσισα να είμαι συνεπής από τις λίγες φορές στην ζωή μου και να τις περιμένω.
Κοιτάζω τα δάχτυλά μου και διακρίνω ατέλειες στο μπλε βερνίκι που τα έχω περάσει. Εστιάζω στο πρώτο μεγάλο αριστερό μου δάχτυλο. Είναι παχουλό, και ημι-μαυρισμένο. Οι μπαλαρίνες μου έχουν κάνει ένα ελαφρύ σκούρο μπεζ χρώμα σχηματίζοντας ένα καφέ χαμόγελο πάνω από τα δάχτυλα μου με το πάνω ‘’χείλος’’ σοκολατί και το κάτω λευκό.
Οι χαρούμενες φωνές τους αποσπούν το βλέμμα μου από το πολυπολιτισμικό χαμόγελο των ποδιών μου. Επιτέλους ήρθαν.
- Μα καλά! Από τι ώρα έχεις έρθει εδώ? Δεν είπαμε έντεκα και μισή? ρωτά η Μυρτώ
- Δεν είχα τι να κάνω σπίτι και έφτασα νωρίτερα… λέω ανόρεκτα.
- Α καλά! Βίτσια! Αποκρίνεται η Νάντια κοιτώντας την Μυρτώ.
Είναι και οι δύο τους ιδιαίτερα ευδιάθετες που μάλλον δεν πρέπει να διέκριναν τις ακεφιές μου. Η Μυρτώ χαζεύει μια παρέα αγοριών στο απέναντι πεζούλι της πλατείας και σχολιάζει με τον εαυτό της κάποιον νεαρό της παρέας που της γυάλισε.
Κατηφορίζουμε προς την πλατεία Εξαρχείων. Η όρεξη τους δεν μένει μόνο στα λόγια. Αρχίζουν να διαμαρτύρονται για την πείνα τους και σαν κινούμενα έξοδα μπαίνουν στο πρώτο σουβλατζίδικο που βρίσκουμε στον δρόμο μας.
- Κορίτσια εγώ επειδή ζεσταίνομαι πάω να πάρω κάτι δροσερό να πιώ από το περίπτερο και θα σας περιμένω στην πλατεία.

Και οι δύο μου δίνουν την άδειά τους ζωηρά, ότι μπορώ να φύγω. Και αυτό κάνω. Μου αρέσει η παρέα τους. Είναι αρκετά φιλελεύθερες και αυτό μου δίνει αέρα για να βρίσκω κάθε στιγμή τον χώρο μου και την γωνία μου.
Πλησιάζοντας στο περίπτερο διακρίνω έναν γοητευτικό νεαρό που περπατούσε παράλληλα με εμένα, να εστιάζει πάνω μου και να μου χαμογελά.
‘’Ίσως με φλερτάρει’’ σκέφτομαι και του ανταποδίδω και εγώ ένα φευγαλέο ντροπαλό χαμόγελο.


Ποτέ δεν είχα την ανάλογη αυτοπεποίθηση για να κάνω κάτι παραπάνω. Είναι όμορφος. Ψηλός , λεπτός , με ευγενικά χαρακτηριστικά, κοκκαλιάρικα αντρικά πόδια, καστανός με σταρένια επιδερμίδα, και κατευθύνεται μαζί μου και αυτός στο ψυγείο του περιπτέρου.
Χαμογελάμε ο ένας στον άλλο ξανά. Ίσως έχω κοκκινίσει. Κοιτάω αλλού. Μπορεί να του θυμίζω την αδερφή του και να είναι απλά ευγενικός σκέφτομαι στιγμιαία για να με επαναφέρω στην πραγματικότητα. Παίρνει μια μπύρα και εγώ με την σειρά μου επιλέγω ένα κρύο τσάι με λεμόνι.
- Πολύ καλή επιλογή! Σχολιάζει και μου ξαναχαμογελά.
Ε… τώρα πρέπει να έχω γίνει κατακόκκινη, σκέφτομαι. Δεν του λέω τίποτα και φεύγω χαμογελώντας σαν ανόητη έφηβη.
Κοιτάζω γύρω μου και εντοπίζω αμέσως την παρέα μου. Κάθονται ελάχιστα μέτρα παρακάτω και τρώνε σαν λιμασμένες τον κάνδαυλο τους. Η Μυρτώ τραβάει με τα δόντια της ένα ξίγκι και η Νάντια παραμερίζει με το δάχτυλο της παιδικά χαριτωμένα μία ντομάτα.
Εστιάζω στην πεσμένη ντομάτα της Νάντιας και παγώνω το βλέμμα μου πάνω της. «πόσο ηλίθια μπορεί να είμαι?» σκέφτομαι.
Το βλέμμα μου εστιάζει σε ανόητες λεπτομέρειες του δρόμου καθώς περπατώ με σκυφτό κεφάλι. Ξαφνικά βρισκόμαστε σε ένα πεζούλι στο μοναστηράκι. Χαζεύω την ακρόπολη την οποία μου κρύβουν περαστικά ζευγάρια κεφαλιών που θυμίζουν διαφήμιση της Benetton.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου