Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

X


Το σινεμά… η ζωή …το φαγητό … οι νευρώσεις … οι φοβίες… η ανοησία… η πρόστυχη ζωή …οι καταχρήσεις... ο πόνος… ο έρωτας… ο θάνατος.
Ζούμε; Λέμε ότι ζούμε; Ποιο κενό πρέπει να καλύψουμε σε όλη αυτή την ανουσιότητα που λέγεται ζωή; Ή μήπως δεν πρόκειται για ανουσιότητα αλλά για κάτι άλλο; όπως για παράδειγμα συλλογή στιγμών που μας κάνουν να νιώθουμε ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι σε αυτή τη βλακεία που λέγεται ανθρώπινες σχέσεις. Οι ανθρώπινες σχέσεις, «οι γεμάτες». Οι ανθρώπινες σχέσεις, «οι κενές». Οι ανθρώπινες σχέσεις, οι κουραστικές, που μας φτάνουν σε σημείο να μπαίνουμε και να βγαίνουμε μέσα και έξω από αυτές.
Βαριέμαι. Βαριέμαι να εξηγώ, να γραφώ, να αισθάνομαι, να σβήνω, να γράφω, να γράφω και να σβήνω. Αλλά ποιο το νόημα της ζωής.
***
Κοιτούσε ώρα το κερί που τρεμόπαιζε στο τραπεζάκι του σαλονιού. Και παράλληλα σκαφτόταν τις ιδέες , τις αξίες, και τους λόγους που την κρατούν ζωντανή.
Απομακρύνεται από τον εαυτό της. Χάνει την θέση της πρωταγωνίστριας στο δικό της έργο. Στο δικό της θέατρο. Στην δική της παράσταση. Είναι ένας παθητικός θεατής, αυτός που δεν ξέρει αν πρέπει να χειροκροτήσει ή όχι. Αφήνει τα πάντα να την προσπερνούν και δεν αφήνεται σε τίποτα. Για κανένα λόγο.
Σβήνει το κερί. Κοιτάζει τα νύχια της και σκέπτεται πόσο της πάει το χρώμα. Το τζάκι μιλά με ξύλινους ήχους μες στην νύχτα και το μόνο που έχει να πει είναι το απόλυτο κενό. Που το γεμίζει ο ήχος της τηλεόρασης.
Ξαφνικά όλα χάνονται. Όλα χαμηλώνουν την ένταση τους.
Μια γυναίκα στέκεται στην πόρτα δίπλα στον καναπέ του σαλονιού και την κοιτάζει επίμονα. Τα μαλλιά της είναι κόκκινα, φορά μαύρο αδιάφορο φόρεμα, και τα χείλη της ξεχωρίζουν από το έντονο κραγιόν. Στέκεται πάνω στις μαύρες γόβες της. Πλησιάζει τον καναπέ… τις βγάζει με έναν χολιγουντιανό ντελικάτο τρόπο, τόσο ξεπερασμένο αλλά της πάει. Κάθεται και απλά την κοιτάζει. Επίμονα. Η Χ αδιαφορεί. Δεν της δίνει καμιά σημασία. Ούτε κατά την είσοδο της ούτε τώρα, που την κοιτάζει. Παρόλο που νιώθει το βλέμμα της. Συνεχίζει να παρακολουθεί τηλεόραση, ενώ ξέρει. Ξέρει πως η αλλόκοτη γυναίκα με τα κρυστάλλινα μάτια την κοιτάζει απόκοσμα. Το βλέμμα της την κυριεύει. Όπως ένας πανικός , ίσως να είναι και ο πανικός ο ίδιος σκέπτεται η Χ.
«είμαστε ένα. Το ξέρεις;» την ρωτάει ψυχρά η γυναίκα , που συνεχίζει να κοίτα με το ίδιο παγωμένο καρφωμένο βλέμμα. Τα κόκκινα κοντά μαλλιά της φαντάζουν ακίνητα πάνω στο κεφάλι της και ο κατάλευκος μακρύς λαιμός της είναι κοκαλιασμένος και ενώνει ξερά το κεφάλι της με το σώμα της.
«τι λες;» της απαντά σαστισμένα η Χ.
«Ναι …ήμουν μέσα σου πρώτη φορά πριν ένα χρόνο και τέσσερις μήνες και από τότε σε επισκέπτομαι συχνά. Εσύ με αφήνεις άλλωστε. Με καλείς. Και εγώ έρχομαι. Δεν μου κάνει κόπο.» της απαντά η γυναίκα αφήνοντας ένα δείγμα χαμόγελου στα βαμμένα χείλη της.
«Κανείς λάθος. Πρώτη φορά σε βλέπω. Επιπλέον το κραγιόν σου σε κάνει χλωμή. Να μην το ξαναπροτιμήσεις.» αποκρίνεται κυνικά η Χ που προσπαθεί να κρύψει τον φόβο της. «Είμαι μέσα σου. Είμαι παντού.» συνεχίζει η γυναίκα με ψυχρό θράσος .
Τότε ένα μπλε φως πέφτει πάνω της από το πουθενά και στην συνέχεια γίνεται κόκκινο και μετά… καπνός… και μετά… το κραγιόν της απλά πασαλείβεται στα χείλη της ως δια μαγείας και το χαμόγελο της γίνεται όλο και πιο άθλιο. Η Χ την κοιτάζει σαστισμένη γεμάτη φόβο χωρίς να μπορεί να κουνηθεί. Κλείνει τα μάτια της και το μόνο που βλέπει είναι καπνός σε μαύρο φόντο. Ανοίγει τα μάτια και η γυναίκα δεν είναι πια εκεί. Ένα χάρτινο φθαρμένο κουτί από σπίρτα είναι στην θέση που καθόταν η γυναίκα. Η Χ το κοιτάζει αδιάφορα και αλλάζει κανάλι.
***
Pretty woman,walking down the street. Ήμασταν φτωχοί και ο πατέρας μου ήθελε να πάρει ένα βιολί. Ορθόδοξη εκκλησία. Ελπίς. Το πήρες απόφαση δηλαδή; Πρώτη Ιουνίου 1972 το ελικόπτερο του πρόεδρου προσγειώνεται στο Καπιτώλιο. Watergate. Χρηματικό αντίτιμο- δωρεά. Bollywood. Γάλλια απρόσμενη υποχώρηση της καταναλωτικής δαπάνης. Δώρο μια φριτέζα. Ύπνος

θόρυβος

Αυτό ήταν το πρόβλημά της. Έκανε θόρυβο. Και το γεγονός αυτό της προκαλούσε περισσότερο τρόμο διότι ίσως ήταν η κατάρα της.
Κάτι σαν ένα πράσινο κακοσουλούποτο κέλυφος χελώνας, που το κουβαλάει μια ζωή αλλά δεν μπορεί να βγει από αυτό για να δει πως είναι.
Δεν της αρέσει αυτό. Την τελευταία φορά που ένιωσε άσχημα για κάτι που δεν είχε αντιληφθεί ήταν όταν για αρκετό καιρό έβγαινε έξω ενώ πάνω στο κεφάλι της είχαν ανοίξει πάνω από μια «κορφές». Πάντα το μισούσε όταν το έβλεπε αυτό στην μητέρα της όμως δεν ήξερε πως το ντι εν έι συνεχιζόταν και στο δικό της κεφάλι. Με άμεσο αποτέλεσμα φυσικά να βρεθεί μια μέρα σε μία παρέα τελειομανών ομοφυλοφίλων και να της το σχολιάσουν σαν να έβλεπαν «γούβα» στην αττική οδό.
Όμως αυτό… αυτό ήταν άλλο… ήταν θόρυβος. Ήταν κάτι το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει τον οποιονδήποτε να νιώσει άσχημα ασχέτως κοινωνικού στάτους, μόρφωσης ή ακουστικής αντίληψης.
Ήταν απλά ανυπόφορα ανθρώπινο.
Η πρώτη της σκέψη ήταν να αγοράσει τσιρότα αλλά τα έβρισκε απίστευτα αντιαισθητικά με άμεσο αποτέλεσμα να τα απορρίψει αμέσως.
Η δεύτερη σκέψη της ήταν να υιοθετήσει την δυνατή συνεχόμενη μουσική στην προσωπική της ζωή ώστε να μην ακούγεται κάποιος ήχος αλλά να υπάρχει πάντα Η ΥΠΟΨΙΑ ενός υποτιθέμενου ήχου.
Η τρίτη σκέψη της ήταν να ζήσει κοντά σε βιομηχανική περιοχή ή να βρει μια περιοχή όπου κάνουν έργα συνεχώς και έτσι τα κομπρεσέρ και τα τρυπάνια θα είχαν την τιμητική τους, αυτό όμως θα συνέβαινε μόνο τις πρωινές ώρες καθώς επίσης θα υπήρχε το εξής τίμημα: να έχανε απλά τον ύπνο της.
Η τέταρτη σκέψη της ήταν ανάλογη με την τρίτη, να μείνει κοντά σε κάποια μεγάλη λεωφόρο ώστε οι ήχοι των αυτοκινήτων να είναι απλά συνεχόμενοι και ανυπόφοροι.

Η τελευταία της σκέψη… ήταν απλά να το αποδεχτεί. Σίγουρα το να ξεσπιτωθεί και να πάει να ζήσει κάπου όπου ο θόρυβος θα έκανε πάρτι θα ήταν ιδανικό αλλά εντελώς αφιλόξενο. Θα έχανε όλους τους φίλους και όλα τα πιθανά άτομα τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν σύντροφοι της.
Εκείνο το πρωινό ήταν τόσο ανήσυχη. Ήθελε απλά να μην το μάθαινε ποτέ αυτό. Παράτησε το σιδέρωμα στην μέση και βγήκε έξω.
Ο κόσμος την προσπερνούσε σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Κι όμως…εκείνη ένιωθε λες και το μέτωπο της έγραφε το έκτακτο ανακοινωθέν της άγνωστης θορυβώδους ζωής της.
Γεμάτη ντροπή μπαίνει στο πρώτο λεωφορείο που την προσπερνά από την στάση που βρισκόταν. Ήταν το 11. Έντεκα… όπως η ώρα που αρχίζει να χασμουριέται. Η ώρα πριν την στιγμή της απόλυτης ιδιωτικής της ντροπής. Η ώρα που καλωσορίζει καθημερινά τα θορυβώδη ηχητικά κύματα που εξάγονται από τον νεαρό της οργανισμό.
Τι φρίκη!? σκέφτεται. Αμέσως βγαίνει από το λεωφορείο-εκπρόσωπο του αριθμού-ώρας και συνεχίζει περπατώντας.