Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

θόρυβος

Αυτό ήταν το πρόβλημά της. Έκανε θόρυβο. Και το γεγονός αυτό της προκαλούσε περισσότερο τρόμο διότι ίσως ήταν η κατάρα της.
Κάτι σαν ένα πράσινο κακοσουλούποτο κέλυφος χελώνας, που το κουβαλάει μια ζωή αλλά δεν μπορεί να βγει από αυτό για να δει πως είναι.
Δεν της αρέσει αυτό. Την τελευταία φορά που ένιωσε άσχημα για κάτι που δεν είχε αντιληφθεί ήταν όταν για αρκετό καιρό έβγαινε έξω ενώ πάνω στο κεφάλι της είχαν ανοίξει πάνω από μια «κορφές». Πάντα το μισούσε όταν το έβλεπε αυτό στην μητέρα της όμως δεν ήξερε πως το ντι εν έι συνεχιζόταν και στο δικό της κεφάλι. Με άμεσο αποτέλεσμα φυσικά να βρεθεί μια μέρα σε μία παρέα τελειομανών ομοφυλοφίλων και να της το σχολιάσουν σαν να έβλεπαν «γούβα» στην αττική οδό.
Όμως αυτό… αυτό ήταν άλλο… ήταν θόρυβος. Ήταν κάτι το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει τον οποιονδήποτε να νιώσει άσχημα ασχέτως κοινωνικού στάτους, μόρφωσης ή ακουστικής αντίληψης.
Ήταν απλά ανυπόφορα ανθρώπινο.
Η πρώτη της σκέψη ήταν να αγοράσει τσιρότα αλλά τα έβρισκε απίστευτα αντιαισθητικά με άμεσο αποτέλεσμα να τα απορρίψει αμέσως.
Η δεύτερη σκέψη της ήταν να υιοθετήσει την δυνατή συνεχόμενη μουσική στην προσωπική της ζωή ώστε να μην ακούγεται κάποιος ήχος αλλά να υπάρχει πάντα Η ΥΠΟΨΙΑ ενός υποτιθέμενου ήχου.
Η τρίτη σκέψη της ήταν να ζήσει κοντά σε βιομηχανική περιοχή ή να βρει μια περιοχή όπου κάνουν έργα συνεχώς και έτσι τα κομπρεσέρ και τα τρυπάνια θα είχαν την τιμητική τους, αυτό όμως θα συνέβαινε μόνο τις πρωινές ώρες καθώς επίσης θα υπήρχε το εξής τίμημα: να έχανε απλά τον ύπνο της.
Η τέταρτη σκέψη της ήταν ανάλογη με την τρίτη, να μείνει κοντά σε κάποια μεγάλη λεωφόρο ώστε οι ήχοι των αυτοκινήτων να είναι απλά συνεχόμενοι και ανυπόφοροι.

Η τελευταία της σκέψη… ήταν απλά να το αποδεχτεί. Σίγουρα το να ξεσπιτωθεί και να πάει να ζήσει κάπου όπου ο θόρυβος θα έκανε πάρτι θα ήταν ιδανικό αλλά εντελώς αφιλόξενο. Θα έχανε όλους τους φίλους και όλα τα πιθανά άτομα τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν σύντροφοι της.
Εκείνο το πρωινό ήταν τόσο ανήσυχη. Ήθελε απλά να μην το μάθαινε ποτέ αυτό. Παράτησε το σιδέρωμα στην μέση και βγήκε έξω.
Ο κόσμος την προσπερνούσε σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Κι όμως…εκείνη ένιωθε λες και το μέτωπο της έγραφε το έκτακτο ανακοινωθέν της άγνωστης θορυβώδους ζωής της.
Γεμάτη ντροπή μπαίνει στο πρώτο λεωφορείο που την προσπερνά από την στάση που βρισκόταν. Ήταν το 11. Έντεκα… όπως η ώρα που αρχίζει να χασμουριέται. Η ώρα πριν την στιγμή της απόλυτης ιδιωτικής της ντροπής. Η ώρα που καλωσορίζει καθημερινά τα θορυβώδη ηχητικά κύματα που εξάγονται από τον νεαρό της οργανισμό.
Τι φρίκη!? σκέφτεται. Αμέσως βγαίνει από το λεωφορείο-εκπρόσωπο του αριθμού-ώρας και συνεχίζει περπατώντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου